Fait - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Fait - translation to γαλλικά


Fait         
Fait, family name
carénage         
n. fairing
conte de fées      
n. fairy tale, fairy story

Ορισμός

fait accompli
[?fe?t ?'k?mpli]
¦ noun a thing that has been done or decided, leaving those affected with no option but to accept it.
Origin
C19: from Fr., lit. 'accomplished fact'.

Βικιπαίδεια

Fait
Un fait est un événement advenu ou advenant dans l'histoire d'un individu ou d'un groupe. Il est caractérisé par son extériorité, par opposition à une idée qui, elle, relève de l'intériorité.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Fait
1. De fait, le concert montreusien fait partie de cette stratégie.
2. C‘est un fait, l‘autorité fait problème dans les Eglises chrétiennes.
3. Le fait de guerre fait couler beaucoup dargent aussi.
4. Les premiers craquements se sont, de fait, déjŕ fait entendre.
5. Cela fait des années qu‘on voit que ce parti ne fait que de se défendre.